ενιπή

ενιπή
ἐνιπή, η (Α)
1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.)
2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.)
3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων», Απολλ. Ρόδ.)
4. στον πληθ. απειλή «(Ποσειδάωνος ένιπάς», Ομ. Οδ.)
5. όνειδος, ντροπή («ψευδέων ἐνιπάν» — το όνειδος, την καταισχύνη τού ψεύδους, Πίνδ.)
6. δυσάρεστη επενέργεια ή σφοδρή προσβολή από τις ηλιακές ακτίνες, τη δίψα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ενιπή, ενίσσω (και νεώτ. ενεστ. ενίπτω), που ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων, είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα τών τύπων έληγε πιθ. σε χειλοϋπερωϊκό qw, υποστηρίχθηκε δε ότι συνδέονται με τα οπιπεύω, όπις, που περιλαμβάνουν την έννοια «κοπάζω, βλέπω», καθώς και με αρχ. ινδ. iksate «βλέπω», αν στα ενιπή, ενίσσω αποδοθεί η σημ. «μοχθηρό βλέμμα, κακό μάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐνιπῇ — ἐνίπτω reprove aor subj pass 3rd sg ἐνῑπῇ , ἐνιπή rebuke fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπή — ἐνῑπή , ἐνιπή rebuke fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνιπῇ — Ἐνιπῆι , Ἐνιπεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενίπτω — ἐνίπτω (AM) λοιδορώ, κακολογώ αρχ. 1. επιτιμώ, επιπλήττω, ονειδίζω, κατηγορώ («καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ», Ομ. Ιλ.) 2. λέω, μιλώ, αναγγέλλω («ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας» αναγγέλοντας γλυκιές ελπίδες, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή] …   Dictionary of Greek

  • ενίσσω — ἐνίσσω (Α) παράλλ. τ. τού ενίπτω* 1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω 2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ ἔπεσίν τε κακοῑσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» τόν προσβάλλαμε, τόν κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

  • ἐνιπαῖς — ἐνῑπαῖς , ἐνιπή rebuke fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπαί — ἐνῑπαί , ἐνιπή rebuke fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπάν — ἐνῑπά̱ν , ἐνιπή rebuke fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπάς — ἐνῑπά̱ς , ἐνιπή rebuke fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπῆισιν — ἐνιπῇσιν , ἐνίπτω reprove aor subj pass 3rd sg (epic) ἐνῑπῇσιν , ἐνιπή rebuke fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”